- μυχό
- ο (ΑΜ μυχός)(κυρίως για κόλπο ή για λιμάνι) το βάθος, το εσώτατο μέρος, το βαθύτερο μέρος (α. «ο μυχός τού κόλπου» β. «μυχῷ δόμου ὑψηλοῑο», Ομ. Ιλ.)αρχ.1. το εσώτατο μέρος τού σπιτιού, όπου έμεναν οι γυναίκες, ο γυναικωνίτης2. κόλπος που εισχωρεί βαθιά μέσα στην ξηρά3. αποθήκη, αμπάρι4. στενός κόλπος, κολπίσκος, ρυάκι5. σιτοβολώνας6. φρ. α) «μυχοὶ χθονὸς» ή «μυχοὶ γῆς» — το βασίλειο τού Άδη (Ευρ.)β) «διὰ μυχῶν βλέπω ἀεί» — ενεδρεύω πάντοτε από ένα σκοτεινό μέρος (Ευρ.)«πόντιος μυχός» — ο Αδριατικός Κόλπος (Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα *mukh- (μυχ-) τού IE *meukh-(άλλη μορφή τού IE *meug- «εισδύω-ολισθηρός») και συνδέεται με αρμεν. mxem «βυθίζω, καταδύω». Συνδέεται επίσης πιθ. με γερμ. λ., οι οποίες όμως εμφανίζουν -g-αντί τού -kh-(x) που απαντά στο μυχός (πρβλ. αρχ. ισλδ. smjuga, αγγλοσαξ. smῡgan «διεισδύω»).ΠΑΡ. μύχιοςαρχ.μύχαλος, μυχάς, μύχατος, μυχόεις, μυχόθεν, μυχοίτατος, μυχόνδε, μυχούμαι, μυχώδης, μυχώτατοςαρχ.-μσν.μυχαίτατοςμσν.μυχέστατος.ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) αρχ. μυχάλμη, μυχόνους, μυχόπεδον, μυχοπόντιον, μύχουροςμσν.μυχορήμων. (Β' συνθετικό) ενδόμυχοςαρχ.επτάμυχος, πεντέμυχος, πολύμυχος, χηνόμυχος].
Dictionary of Greek. 2013.